- μικροκοίλιος
- μικρο-κοίλιος, ον,A with small ventricle, Arist.PA667a32.2 with small internal canal, Mnesith. ap.Orib.21.7.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μικροκοίλιος — μικροκοίλιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μικρή κοιλιά 2. αυτός που έχει μικρή εσωτερική διώρυγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)* + κοιλία (πρβλ. μεγαλο κοίλιος, νευρο κοίλιος)] … Dictionary of Greek
μικροκοιλιώτατοι — μικροκοίλιος with small ventricle masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροκοίλια — μικροκοίλιος with small ventricle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek